- ογκόμετρο
- τοφυσ. όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τού όγκου διαφόρων σωμάτων, καθώς και για την εύρεση τής πυκνότητας και τού ειδικού βάρους τών στερεών, χωρίς να απαιτείται η βύθιση τού μετρούμενου σώματος σε ένα υγρό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. oncometer (< όγκος [Ι] + μέτρο). Η λ. μαρτυρείται, στον λόγιο τ. ὀγκόμετρον, από το 1886 στον Α. Σπαθάρη].
Dictionary of Greek. 2013.